παραπλώνω

παραπλώνω
απλώνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραπλώνω — παράπλωσα, παραπλώθηκα, παραπλωμένος, απλώνω κάτι περισσότερο απ όσο πρέπει, σκορπίζω: Παράπλωσες τα πράγματά σου στο δωμάτιο και δε βρίσκουμε άκρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”